μονοκόμματος — η, ο (Μ μονοκόμματος, ον) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) μτφ. α) δύσκαμπτος, άκαμπτος β) ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος γ) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κομμάτι] … Dictionary of Greek
μονοκόμματος, -η — ο 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι: Η αυλή περιβαλλόταν από μονοκόμματες κολόνες. 2. μτφ., άκαμπτος, μονομερής, ακέραιος, ευθύς: Πολλοί τον παρεξηγούν γιατί είναι μονοκόμματος και μιλάει έξω από τα δόντια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρραφος — ἄρραφος, ον (AM) (για ένδυμα) ο χωρίς ραφή, ο μονοκόμματος («ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄρραφος», ευαγγ. Ιωάννης) αρχ. (για κρανίο) ο αρραφής* … Dictionary of Greek
ασυγκόλλητος — η, ο (Μ ἀσυγκόλλητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι κολλημένος ή ενωμένος με κάτι άλλο 2. ο ακοινώνητος μσν. αυτός που δεν αποτελείται από κομμάτια ενωμένα μεταξύ τους, ο μονοκόμματος … Dictionary of Greek
αυτοκόμματος — αὐτοκόμματος, ον (Μ) μονοκόμματος … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονήλατος — μονήλατος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο έλασμα σιδήρου, ο μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ήλατος (< ελατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
μονοφυής — ές (ΑΜ μονοφυής, ές, ιων. μουνοφυής) νεοελλ. (για φυτά) αυτός που έχει βλαστό χωρίς κλαδιά και με ένα άνθος μόνο στην κορυφή, όπως π.χ. η παπαρούνα μσν. αυτός που έχει μία φύση, μία μορφή ή μία καταγωγή («ὡς ἕνα καὶ μονοφυῆ ἄνθρωπον», Ευστ.) αρχ … Dictionary of Greek
μονόβολος — μονόβολος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο κομμάτι, μονοκόμματος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόβολον είδος αγωνίσματος δρόμου συνδυασμένου με άλμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. είδος άγκυρας. επίρρ... μονοβόλως (Α) μονοκόμματα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μονόβραχον — μονόβραχον, τὸ (Μ) 1. μονοκόμματος βράχος 2. σκόπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βράχος] … Dictionary of Greek
μονόδροπος — μονόδροπος, ον (Α) (για άγαλμα) αυτός που είναι κομμένος από ένα και μόνο στέλεχος, μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. νεό δροπος, ωμό δροπος] … Dictionary of Greek